τριφαινυλομεθανόλη

τριφαινυλομεθανόλη
η, Ν
χημ. τρικυκλική οργανική ένωση, μονοσθενής αρωματική αλκοόλη, αλλ. τριφαινυλοκαρβινόλη ή τριτανόλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριτανόλη — η, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης τριφαινυλομεθανόλη ή τριφαινυλοκαρβινόλη …   Dictionary of Greek

  • τριφαινυλοκαρβινόλη — η, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης τριφαινυλομεθανόλη ή τριτανόλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”